- ψυχωφελεῖς
- ψυχωφελήςprofiting the soulmasc/fem acc plψυχωφελήςprofiting the soulmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Καρούσος — Επώνυμο λογίων και επιστημόνων από την Κεφαλονιά. 1. Αναστάσιος (18ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία. Χρημάτισε σύνδικοςτης κοινότητας της Κεφαλονιάς (1774) και διοικητής Ιθάκης έως το 1777. Ως μέλος της … Dictionary of Greek